ετερόβιος

ετερόβιος
ἑτερόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει σε συνθήκες διαφορετικές από τις συνήθεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -βιος (< βίος), πρβλ. υδρό-βιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”